βλεφαρίδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βλεφαρίδα | οι | βλεφαρίδες |
| γενική | της | βλεφαρίδας | των | βλεφαρίδων |
| αιτιατική | τη | βλεφαρίδα | τις | βλεφαρίδες |
| κλητική | βλεφαρίδα | βλεφαρίδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

βλεφαρίδες
Ετυμολογία
- βλεφαρίδα < αρχαία ελληνική βλεφαρίς < βλέφαρον
Ουσιαστικό
βλεφαρίδα θηλυκό
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.