αντιλαμβάνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αντιλαμβάνομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀντιλαμβάνομαι.[1][2][3] Συγχρονικά αναλύεται σε αντι- + λαμβάνομαι, παθητική φωνή του λαμβάνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /an.di.laɱˈva.no.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐λαμ‐βά‐νο‐μαι
- παλιότερος συλλαβισμός : αν‐τι‐λαμ‐βά‐νο‐μαι
Ρήμα
αντιλαμβάνομαι, μτχ.π.ε.: αντιλαμβανόμενος, π.αόρ.: αντιλήφθηκα (αποθετικό ρήμα) σπάνιο ενεργητικό, άλλης σημασίας: αντιλαμβάνω[4]
- καταλαβαίνω κάτι χάρη στις αισθήσεις μου
- καταλαβαίνω κάτι μέσω της σκέψης
Συνώνυμα
Συγγενικά
- αντιλαβού
- αντιλαμβανόμενος
- αντιλαμβάνεσθαι
- αντιλαβή
- αντιληπτικά (επίρρημα)
- αντιληπτικός
- αντιληπτικότητα
- αντιλήπτορας (αντιλήπτωρ)
- αντιληπτός
- αντίληψη
- αυτοαντίληψη
- κοσμοαντίληψη
- συναντίληψη
Κλίση
- (σπάνιο) αντιλαμβάνω με διαφορετική σημασία
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αντιλαμβάνομαι | αντιλαμβανόμουν(α) | θα αντιλαμβάνομαι | να αντιλαμβάνομαι | αντιλαμβανόμενος | |
| β' ενικ. | αντιλαμβάνεσαι | αντιλαμβανόσουν(α) | θα αντιλαμβάνεσαι | να αντιλαμβάνεσαι | ||
| γ' ενικ. | αντιλαμβάνεται | αντιλαμβανόταν(ε) | θα αντιλαμβάνεται | να αντιλαμβάνεται | ||
| α' πληθ. | αντιλαμβανόμαστε | αντιλαμβανόμαστε αντιλαμβανόμασταν |
θα αντιλαμβανόμαστε | να αντιλαμβανόμαστε | ||
| β' πληθ. | αντιλαμβάνεστε | αντιλαμβανόσαστε αντιλαμβανόσασταν |
θα αντιλαμβάνεστε | να αντιλαμβάνεστε | (αντιλαμβάνεστε) | |
| γ' πληθ. | αντιλαμβάνονται | αντιλαμβάνονταν αντιλαμβανόντουσαν |
θα αντιλαμβάνονται | να αντιλαμβάνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αντιλήφθηκα | θα αντιληφθώ | να αντιληφθώ | αντιληφθεί | ||
| β' ενικ. | αντιλήφθηκες | θα αντιληφθείς | να αντιληφθείς | αντιλήψου | ||
| γ' ενικ. | αντιλήφθηκε | θα αντιληφθεί | να αντιληφθεί | |||
| α' πληθ. | αντιληφθήκαμε | θα αντιληφθούμε | να αντιληφθούμε | |||
| β' πληθ. | αντιληφθήκατε | θα αντιληφθείτε | να αντιληφθείτε | αντιληφθείτε | ||
| γ' πληθ. | αντιλήφθηκαν αντιληφθήκαν(ε) |
θα αντιληφθούν(ε) | να αντιληφθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αντιληφθεί | είχα αντιληφθεί | θα έχω αντιληφθεί | να έχω αντιληφθεί | ||
| β' ενικ. | έχεις αντιληφθεί | είχες αντιληφθεί | θα έχεις αντιληφθεί | να έχεις αντιληφθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αντιληφθεί | είχε αντιληφθεί | θα έχει αντιληφθεί | να έχει αντιληφθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αντιληφθεί | είχαμε αντιληφθεί | θα έχουμε αντιληφθεί | να έχουμε αντιληφθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αντιληφθεί | είχατε αντιληφθεί | θα έχετε αντιληφθεί | να έχετε αντιληφθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αντιληφθεί | είχαν αντιληφθεί | θα έχουν αντιληφθεί | να έχουν αντιληφθεί | ||
→ λείπει η κλίση Λόγιοι τύποι αορίστου στα 3α πρόσωπα: αντελήφθη, αντελήφθησαν) (παρωχημένη κλίση:αντελήφθην, αντελήφθης, αντελήφθη, αντελήφθημεν, αντελήφθητε, αντελήφθησαν)[6] και μετοχή παθητικού αορίστου: αντιληφθείς
- προστακτική αντιλήψου (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Μεταφράσεις
Αναφορές
- αντιλαμβάνομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αντιλαμβάνομαι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- αντιλαμβάνομαι - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ἀντιλαμβάνω (κ. νεώτ. 10) σελ.641 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
- αντιλαμβαίνομαι, αντιλήβομαι - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.