προσβλέπω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προσβλέπω < αρχαία ελληνική προσβλέπω < πρός + βλέπω
Ρήμα
προσβλέπω (συντάσσεται με εμπρόθετο προσδιορισμό: σε + αιτιατική)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προσβλέπω | προσέβλεπα | θα προσβλέπω | να προσβλέπω | προσβλέποντας | |
| β' ενικ. | προσβλέπεις | προσέβλεπες | θα προσβλέπεις | να προσβλέπεις | πρόσβλεπε | |
| γ' ενικ. | προσβλέπει | προσέβλεπε | θα προσβλέπει | να προσβλέπει | ||
| α' πληθ. | προσβλέπουμε | προσβλέπαμε | θα προσβλέπουμε | να προσβλέπουμε | ||
| β' πληθ. | προσβλέπετε | προσβλέπατε | θα προσβλέπετε | να προσβλέπετε | προσβλέπετε | |
| γ' πληθ. | προσβλέπουν(ε) | προσέβλεπαν προσβλέπαν(ε) |
θα προσβλέπουν(ε) | να προσβλέπουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προσέβλεψα | θα προσβλέψω | να προσβλέψω | προσβλέψει | ||
| β' ενικ. | προσέβλεψες | θα προσβλέψεις | να προσβλέψεις | πρόσβλεψε | ||
| γ' ενικ. | προσέβλεψε | θα προσβλέψει | να προσβλέψει | |||
| α' πληθ. | προσβλέψαμε | θα προσβλέψουμε | να προσβλέψουμε | |||
| β' πληθ. | προσβλέψατε | θα προσβλέψετε | να προσβλέψετε | προσβλέψτε | ||
| γ' πληθ. | προσέβλεψαν προσβλέψαν(ε) |
θα προσβλέψουν(ε) | να προσβλέψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω προσβλέψει | είχα προσβλέψει | θα έχω προσβλέψει | να έχω προσβλέψει | ||
| β' ενικ. | έχεις προσβλέψει | είχες προσβλέψει | θα έχεις προσβλέψει | να έχεις προσβλέψει | ||
| γ' ενικ. | έχει προσβλέψει | είχε προσβλέψει | θα έχει προσβλέψει | να έχει προσβλέψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε προσβλέψει | είχαμε προσβλέψει | θα έχουμε προσβλέψει | να έχουμε προσβλέψει | ||
| β' πληθ. | έχετε προσβλέψει | είχατε προσβλέψει | θα έχετε προσβλέψει | να έχετε προσβλέψει | ||
| γ' πληθ. | έχουν προσβλέψει | είχαν προσβλέψει | θα έχουν προσβλέψει | να έχουν προσβλέψει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.