κοιτάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κοιτάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κοιτάζω < αρχαία ελληνική κοιτάζω[1] < κοίτη
Προφορά
- ΔΦΑ : /ciˈta.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κοι‐τά‐ζω
Ρήμα
κοιτάζω, παθ. φωνή: κοιτάζομαι, παθ. μτχ.: κοιταγμένος
- βλέπω κάτι, συγκεντρώνω το βλέμμα μου σε κάτι, παρατηρώ
- στρέφω το ενδιαφέρον και την προσοχή μου σε κάτι συγκεκριμένο, εξετάζω, ασχολούμαι με κάτι
- ↪ κοίτα τα δικά σου λάθη και άσε την κριτική στους άλλους
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κοιτάζω | κοίταζα | θα κοιτάζω | να κοιτάζω | κοιτάζοντας | |
| β' ενικ. | κοιτάζεις | κοίταζες | θα κοιτάζεις | να κοιτάζεις | κοίταζε | |
| γ' ενικ. | κοιτάζει | κοίταζε | θα κοιτάζει | να κοιτάζει | ||
| α' πληθ. | κοιτάζουμε | κοιτάζαμε | θα κοιτάζουμε | να κοιτάζουμε | ||
| β' πληθ. | κοιτάζετε | κοιτάζατε | θα κοιτάζετε | να κοιτάζετε | κοιτάζετε | |
| γ' πληθ. | κοιτάζουν(ε) | κοίταζαν κοιτάζαν(ε) |
θα κοιτάζουν(ε) | να κοιτάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κοίταξα | θα κοιτάξω | να κοιτάξω | κοιτάξει | ||
| β' ενικ. | κοίταξες | θα κοιτάξεις | να κοιτάξεις | κοίταξε | ||
| γ' ενικ. | κοίταξε | θα κοιτάξει | να κοιτάξει | |||
| α' πληθ. | κοιτάξαμε | θα κοιτάξουμε | να κοιτάξουμε | |||
| β' πληθ. | κοιτάξατε | θα κοιτάξετε | να κοιτάξετε | κοιτάξτε | ||
| γ' πληθ. | κοίταξαν κοιτάξαν(ε) |
θα κοιτάξουν(ε) | να κοιτάξουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κοιτάξει | είχα κοιτάξει | θα έχω κοιτάξει | να έχω κοιτάξει | ||
| β' ενικ. | έχεις κοιτάξει | είχες κοιτάξει | θα έχεις κοιτάξει | να έχεις κοιτάξει | ||
| γ' ενικ. | έχει κοιτάξει | είχε κοιτάξει | θα έχει κοιτάξει | να έχει κοιτάξει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κοιτάξει | είχαμε κοιτάξει | θα έχουμε κοιτάξει | να έχουμε κοιτάξει | ||
| β' πληθ. | έχετε κοιτάξει | είχατε κοιτάξει | θα έχετε κοιτάξει | να έχετε κοιτάξει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κοιτάξει | είχαν κοιτάξει | θα έχουν κοιτάξει | να έχουν κοιτάξει |
| |
Μεταφράσεις
Αναφορές
- κοιτάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.