επισκέπτομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επισκέπτομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπισκέπτομαι < ἐπι- + σκέπτομαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.piˈsce.pto.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐σκέ‐πτο‐μαι
Ρήμα
επισκέπτομαι, π.αόρ.: επισκέφθηκα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη επίσκεψη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.