συναντώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συναντώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συναντάω, συναντῶ  και δείτε τη λέξη συναντάω

Προφορά

ΔΦΑ : /si.nanˈdo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συναντώ
παλιότερος συλλαβισμός: συναντώ

Ρήμα

συναντώ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.