βεβαιότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βεβαιότητα οι βεβαιότητες
      γενική της βεβαιότητας των βεβαιοτήτων
    αιτιατική τη βεβαιότητα τις βεβαιότητες
     κλητική βεβαιότητα βεβαιότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βεβαιότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βεβαιότης από την αιτιατική ενικού «τὴν βεβαιότητα» [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ve.veˈo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βεβαιότητα

Ουσιαστικό

βεβαιότητα θηλυκό

  1. το να είναι κανείς βέβαιος για κάτι, να μην έχει αμφιβολίες
     συνώνυμα: σιγουριά, πεποίθηση
  2. κάτι που θεωρείται βέβαιο

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ουσιαστικό

βεβαιότητα θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.