βλέφαρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βλέφαρο τα βλέφαρα
      γενική του βλεφάρου
& βλέφαρου
των βλεφάρων
    αιτιατική το βλέφαρο τα βλέφαρα
     κλητική βλέφαρο βλέφαρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βλέφαρο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βλέφαρον,[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈvle.fa.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βλέφαρο
κλειστό βλέφαρο

Ουσιαστικό

βλέφαρο ουδέτερο

  • (ανθρώπινο σώμα) λεπτή μεμβράνη δέρματος που καθώς κινείται καλύπτει το μάτι
    τα βλέφαρά της ήταν πρησμένα απ' το πολύ κλάμα

Συνώνυμα

Εκφράσεις

  • ρίχνω ένα βλέφαρο: ρίχνω μια ματιά, κοιτάζω για λίγο.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.