γεννιέμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γεννιέμαι < παθητική φωνή του γεννώ

Ρήμα

γεννιέμαι, πρτ.: γεννιόμουν, στ.μέλλ.: θα γεννηθώ, αόρ.: γεννήθηκα, μτχ.π.π.: γεννημένος

  1. έρχομαι στη ζωή με τη διαδικασία του τοκετού
    πόσα παιδιά γεννιούνται κάθε χρόνο στην Ελλάδα;
    γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα
     αντώνυμα: πεθαίνω
  2. (μεταφορικά) αρχίζω να υπάρχω, εμφανίζομαι
    μια καινούρια ελπίδα γεννήθηκε μέσα μου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.