γεννιέμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γεννιέμαι < παθητική φωνή του γεννώ
Ρήμα
γεννιέμαι, πρτ.: γεννιόμουν, στ.μέλλ.: θα γεννηθώ, αόρ.: γεννήθηκα, μτχ.π.π.: γεννημένος
- έρχομαι στη ζωή με τη διαδικασία του τοκετού
- (μεταφορικά) αρχίζω να υπάρχω, εμφανίζομαι
- μια καινούρια ελπίδα γεννήθηκε μέσα μου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.