εξετάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εξετάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐξετάζω < ἐξ + ἐτάζω
για τη σημασία «ελέγχω, συγκεντρώνω πληροφορίες» < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική examiner[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /e.kseˈta.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εξετάζω
παλιότερος συλλαβισμός: εξετάζω

Ρήμα

εξετάζω, αόρ.: εξέτασα, παθ.φωνή: εξετάζομαι, π.αόρ.: εξετάστηκα, μτχ.π.π.: εξετασμένος

  1. κοιτάζω κάτι με προσοχή,
     συνώνυμα: περιεργάζομαι
  2. ελέγχω προσπαθώντας να το γνωρίσω και να το κατανοήσω
  3. υποβάλλω σε γραπτές ή προφορικές ερωτήσεις κάποιον, προκειμένου να βεβαιωθώ ότι κατέχει το γνωστικό αντικείμενο που διδάχτηκε
  4. (για γιατρούς) προσπαθώ να διαγνώσω την κατάσταση της υγείας κάποιου
  5. (για αστυνομικούς, δικαστές κ.λπ.) ρωτάω κάποιον συστηματικά, για να διαπιστώσω τι ακριβώς έχει γίνει
  6. πραγματεύομαι

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
εξετ- 
  •  και δείτε το αρχαίο ἐτάζω

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.