αετός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αετός οι αετοί
      γενική του αετού των αετών
    αιτιατική τον αετό τους αετούς
     κλητική αετέ αετοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ένας αετός.
Το ψάρι Μυλιοβάτις ο αετός.
Αετοί πετούν στον ουρανό.

Ετυμολογία

αετός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀετός και αἱετός < ἀίσσω (ορμώ)

Προφορά

ΔΦΑ : /a.eˈtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αετός

Ουσιαστικό

αετός αρσενικό (θηλυκό αετίνα)

  1. (πτηνό) αρπακτικό πουλί
  2. (μεταφορικά) έξυπνος και πολυμήχανος άνθρωπος
     συνώνυμα: ξεφτέρι, οξυδερκής, σαΐνι
  3. {{ετ|ψάρι} μεγάλο σαλάχι που ανήκει στην οικογένεια των Μυλιοβατιδών
  4. ο χαρταετός

  • αϊτός (για το πουλί και τη μεταφορική σημασία)

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.