αετόπουλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αετόπουλο | τα | αετόπουλα |
| γενική | του | αετόπουλου | των | αετόπουλων |
| αιτιατική | το | αετόπουλο | τα | αετόπουλα |
| κλητική | αετόπουλο | αετόπουλα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αετόπουλο < μεσαιωνική ελληνική ἀετόπουλον < ἀετός + -πουλον, ουδέτερο του -πουλος

αετόπουλα που μόλις βγήκαν από το αυγό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.