σταυραετός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σταυραετός | οι | σταυραετοί |
| γενική | του | σταυραετού | των | σταυραετών |
| αιτιατική | τον | σταυραετό | τους | σταυραετούς |
| κλητική | σταυραετέ | σταυραετοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σταυραετός < σταυρ- + αετός
Ουσιαστικό
σταυραετός αρσενικό
- (πτηνό) είδος αετού
- άλλες μορφές: σταυραϊτός
- (προσφώνηση, ιστορία, λαϊκό, μεταφορικά) (για γενναίο άντρα) τιμητική προσφώνηση προς εκδήλωση θαυμασμού
Μεταφράσεις
σταυραετός
|
|
Πηγές
- σταυραετός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.