er

Γερμανικά (de)

Προφορά

ΔΦΑ : /eːɐ̯/
 
 

Αντωνυμία

er (de) αρσενικό

Κλίση

Προσωπικές αντωνυμίες και αυτοπαθής αντωνυμία
α' πρόσωποβ' πρόσωπογ' πρόσωπο
ενικός
αρσενικόθηλυκόουδέτεροαυτοπαθής
ονομαστικήichduersiees
γενικήmeinerdeinerseinerihrerseiner
δοτικήmirdirihmihrihmsich
αιτιατικήmichdichihnsieessich
πληθυντικός
αρσενικό, θηλυκό, ουδέτεροένδειξη ευγένειαςαυτοπαθής
ονομαστικήwirihrsieSie
γενικήunsereuerihrerIhrer
δοτικήunseuchihnenIhnensich
αιτιατικήunseuchsieSiesich



Κορνουαλικά (kw)

Ουσιαστικό

er (kw)



Τουρκικά (tr)

Ετυμολογία

er < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική ار (er) < πρωτοτουρκική *ēr

Ουσιαστικό

er (tr)

  1. ο άντρας
  2. ο γενναίος άντρας, ο πολεμιστής

Σύνθετα

Πηγές

  • er - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.