λαδινικά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα λαδινικά
      γενική των λαδινικών
    αιτιατική τα λαδινικά
     κλητική λαδινικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λαδινικά < Ladin < λατινική Latinum

Ουσιαστικό

Η περιοχή της λαδινικής γλώσσας.

λαδινικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Σημειώσεις

  • κωδικός γλώσσας: lld

Άλλα ραιτορομανικά ιδιώματα:

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.