πολυμήχανος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πολυμήχανος | η | πολυμήχανη | το | πολυμήχανο |
| γενική | του | πολυμήχανου | της | πολυμήχανης | του | πολυμήχανου |
| αιτιατική | τον | πολυμήχανο | την | πολυμήχανη | το | πολυμήχανο |
| κλητική | πολυμήχανε | πολυμήχανη | πολυμήχανο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πολυμήχανοι | οι | πολυμήχανες | τα | πολυμήχανα |
| γενική | των | πολυμήχανων | των | πολυμήχανων | των | πολυμήχανων |
| αιτιατική | τους | πολυμήχανους | τις | πολυμήχανες | τα | πολυμήχανα |
| κλητική | πολυμήχανοι | πολυμήχανες | πολυμήχανα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πολυμήχανος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πολυμήχανος
Συνώνυμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | πολυμήχανος | τὸ | πολυμήχανον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | πολυμηχάνου | τοῦ | πολυμηχάνου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | πολυμηχάνῳ | τῷ | πολυμηχάνῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | πολυμήχανον | τὸ | πολυμήχανον | ||
| κλητική ὦ! | πολυμήχανε | πολυμήχανον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | πολυμήχανοι | τὰ | πολυμήχανᾰ | ||
| γενική | τῶν | πολυμηχάνων | τῶν | πολυμηχάνων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | πολυμηχάνοις | τοῖς | πολυμηχάνοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | πολυμηχάνους | τὰ | πολυμήχανᾰ | ||
| κλητική ὦ! | πολυμήχανοι | πολυμήχανᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πολυμηχάνω | τὼ | πολυμηχάνω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πολυμηχάνοιν | τοῖν | πολυμηχάνοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πολυμήχανος < πολυ- + μηχανεύομαι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Πηγές
- πολυμήχανος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πολυμήχανος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.