Αετός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Αετός οι Αετοί
      γενική του Αετού των Αετών
    αιτιατική τον Αετό τους Αετούς
     κλητική Αετέ Αετοί
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Αετός < αετός

Προφορά

ΔΦΑ : /a.eˈtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αετός
ο αστερισμός του 'Αετού

Κύριο όνομα

Αετός αρσενικό

  1. ονομασία οικισμών της Ελλάδας
  2. όνομα αστερισμού του βόρειου ημισφαιρίου. Ανήκει στους 48 αστερισμούς που σημειώθηκαν πρώτη φορά στην αρχαιότητα από τον Πτολεμαίο και στους 88 επίσημους αστερισμούς που το 1922 θέσπισε η Διεθνής Αστρονομική Ένωση
    συντομογραφία: Aql

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.