αετοφωλιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αετοφωλιά | οι | αετοφωλιές |
| γενική | της | αετοφωλιάς | των | αετοφωλιών |
| αιτιατική | την | αετοφωλιά | τις | αετοφωλιές |
| κλητική | αετοφωλιά | αετοφωλιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
