αετοφωλιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αετοφωλιά οι αετοφωλιές
      γενική της αετοφωλιάς των αετοφωλιών
    αιτιατική την αετοφωλιά τις αετοφωλιές
     κλητική αετοφωλιά αετοφωλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αετοφωλιά < αετός + φωλιά

Ουσιαστικό

αετοφωλιά θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.