αϊτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αϊτός | οι | αϊτοί |
| γενική | του | αϊτού | των | αϊτών |
| αιτιατική | τον | αϊτό | τους | αϊτούς |
| κλητική | αϊτέ | αϊτοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αϊτός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀϊτός < αρχαία ελληνικήἀετός [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ai̯ˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αϊ‐τός
Αναφορές
- αϊτός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.