αϊτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αϊτός οι αϊτοί
      γενική του αϊτού των αϊτών
    αιτιατική τον αϊτό τους αϊτούς
     κλητική αϊτέ αϊτοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αϊτός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀϊτός < αρχαία ελληνικήἀετός [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ai̯ˈtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αϊτός

Ουσιαστικό

αϊτός αρσενικό

  • (προφορικό) άλλη μορφή του αετός

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.