σαλάχι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σαλάχι τα σαλάχια
      γενική του σαλαχιού των σαλαχιών
    αιτιατική το σαλάχι τα σαλάχια
     κλητική σαλάχι σαλάχια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ένα σαλάχι

Ετυμολογία

σαλάχι < αρχαία ελληνική σελάχιον < υποκοριστικό του σέλαχος [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /saˈla.çi/

Ουσιαστικό

σαλάχι ουδέτερο

  • είδος ψαριού με ατρακτοειδές σχήμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.