σαλάχι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σαλάχι | τα | σαλάχια |
| γενική | του | σαλαχιού | των | σαλαχιών |
| αιτιατική | το | σαλάχι | τα | σαλάχια |
| κλητική | σαλάχι | σαλάχια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

ένα σαλάχι
Ετυμολογία
- σαλάχι < αρχαία ελληνική σελάχιον < υποκοριστικό του σέλαχος [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /saˈla.çi/
-
σαλάχι στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Αναφορές
- σαλάχι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.