αετίνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αετίνα | οι | αετίνες |
| γενική | της | αετίνας | των | αετίνων |
| αιτιατική | την | αετίνα | τις | αετίνες |
| κλητική | αετίνα | αετίνες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.