οξυδερκής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | οξυδερκής | η | οξυδερκής | το | οξυδερκές |
| γενική | του | οξυδερκούς* | της | οξυδερκούς | του | οξυδερκούς |
| αιτιατική | τον | οξυδερκή | την | οξυδερκή | το | οξυδερκές |
| κλητική | οξυδερκή(ς) | οξυδερκής | οξυδερκές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | οξυδερκείς | οι | οξυδερκείς | τα | οξυδερκή |
| γενική | των | οξυδερκών | των | οξυδερκών | των | οξυδερκών |
| αιτιατική | τους | οξυδερκείς | τις | οξυδερκείς | τα | οξυδερκή |
| κλητική | οξυδερκείς | οξυδερκείς | οξυδερκή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- οξυδερκής < αρχαία ελληνική ὀξυδερκής < ὀξύς + δέρκομαι ("βλέπω")
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.ksi.ðeɾˈcis/
Επίθετο
οξυδερκής, -ής, -ές
- που έχει ή χαρακτηρίζεται από οξυδέρκεια, οξεία αντίληψη, ευστροφία, έξυπνος
- οξυδερκής νους, οξυδερκής παρατήρηση
Μεταφράσεις
οξυδερκής
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.