ξεφτέρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξεφτέρι | τα | ξεφτέρια |
| γενική | του | ξεφτεριού | των | ξεφτεριών |
| αιτιατική | το | ξεφτέρι | τα | ξεφτέρια |
| κλητική | ξεφτέρι | ξεφτέρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ενήλικο θηλυκό ξεφτέρι σε πτήση.
Ετυμολογία
- ξεφτέρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξεφτέριν < ξυπτέριν < ἐξυπτέριον < ελληνιστική κοινή ὀξυπτέριον (για το γεράκι και την ταχύτητά του) με ανομοίωση της άρθρωσης [pt] > [ft][1] και επίδραση του ξε-[2] < αρχαία ελληνική ὀξύπτερος (με οξείες πτέρυγες, που κινεί γρήγορα τα φτερά) < ὀξύς + πτερ(όν) + -ος.
Διαφορετικής ετυμολογίας το ὠκύπτερος < ὠκύς (γρήγορος).
Συγγενής η ποντιακή ξυφτέριν. Επίσης, το τσίφτης, η αλβανική qift. Κατά τον Μπαμπινιώτη,[2] λιγότερο πιθανή είναι η ετυμολογική σύνδεση με τη λατινική accipiter (με αιχμηρά φτερά,δείτε accus).
Προφορά
- ΔΦΑ : /kseˈfte.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐φτέ‐ρι
Ουσιαστικό
ξεφτέρι ουδέτερο
- (πτηνό) λαϊκή ονομασία αρπαχτικού πουλιού (Accipiter nisus) που μοιάζει με γεράκι με χαρακτηριστικό ξανθό χρώμα στα φτερά των ποδιών, πάρα πολύ γρήγορο σε σημείο να μπορεί να συλλαμβάνει μικρά πουλιά στον αέρα
- (μεταφορικά) πολύ εύστροφος και έξυπνος άνθρωπος, κάποιος που γνωρίζει πολύ καλά ένα αντικείμενο ή έναν τομέα σε βαθμό που να είναι πολύ γρήγορος στην εξεύρεση λύσεων και την αντιμετώπιση καταστάσεων σε σχέση με το αντικείμενο
- ↪ Έχει γίνει πια ξεφτέρι στη δουλειά που κάνει.
- ↪ Είναι ξεφτέρι στα φιλολογικά αλλά σκράπας στη βιολογία.
- δείτε και τα ξεφτέρια, τα εξαπτέρυγα της Εκκλησίας
Συγγενικά
- Ξεφτέρης (επώνυμο)
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ξεφτέρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.