σαρδηνιακά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα σαρδηνιακά
      γενική των σαρδηνιακών
    αιτιατική τα σαρδηνιακά
     κλητική σαρδηνιακά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σαρδηνιακά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σαρδηνιακός στον πληθυντικό

Ουσιαστικό

Οι διάλεκτοι των σαρδηνιακών.

σαρδηνιακά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • σαρδινικά, σαρδινική γλώσσα

Σημειώσεις

  • κωδικός ISO: sc

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.