ραιτορομανικά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | ραιτορομανικά | ||
| γενική | των | ραιτορομανικών | ||
| αιτιατική | τα | ραιτορομανικά | ||
| κλητική | ραιτορομανικά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Γλωσσικός χάρτης της Ελβετίας (τα ραιτορομανικά με μοβ χρώμα).

Τα ραιτορομανικά στο καντόνι Graubünden (Grisons) το 1860.

Τα ραιτορομανικά στο καντόνι Graubünden (Grisons) το 2000.
Ετυμολογία
- ραιτορομανικά < ραιτορομανικός
Ουσιαστικό
ραιτορομανικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό ή ρομανσικά
- (γλωσσολογία) ομάδα από λατινογενή ιδιώματα που τα μιλάνε σε περιοχές της Ελβετίας και της βορειοανατολικής Ιταλίας
- (γλώσσα) (ειδικότερα) η μία από τις τέσσερις επίσημες γλώσσες της Ελβετίας (οι άλλες τρεις είναι τα γαλλικά, τα γερμανικά και τα ιταλικά). Τα μιλάνε στο καντόνι Graubünden (Grisons). Τα ραιτορομανικά της Ελβετίας είναι συγγενικά με τα λαδινικά και τα φριουλανικά της βορειοανατολικής Ιταλίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.