αετονύχης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αετονύχης | οι | αετονύχηδες |
| γενική | του | αετονύχη | των | αετονύχηδων |
| αιτιατική | τον | αετονύχη | τους | αετονύχηδες |
| κλητική | αετονύχη | αετονύχηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αετονύχης αρσενικό (θηλυκό: αετονύχισσα)
- πανέξυπνος και πονηρός απατεώνας, αυτός που αρπάζει ευκαιρίες απατεωνιάς (όπως ο αετός αρπάζει με τα νύχια του το θήραμά του)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.