τσεγιέν

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τσεγιέν < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

τσεγιέν άκλιτο, θηλυκό, μόνο στον ενικό ή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • γλώσσα που μιλιέται από τους ινδιάνους της Αμερικής Τσεγιέν

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.