τουρκμενικά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα τουρκμενικά
      γενική των τουρκμενικών
    αιτιατική τα τουρκμενικά
     κλητική τουρκμενικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

τουρκμενικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • (γλώσσα) που ανήκει στην ομάδα των τουρκικών γλωσσών της οικογένειας των αλταϊκών γλωσσών. Μιλιέται στην κεντρική Ασία, κυρίως στο Τουρκμενιστάν, του οποίου είναι η επίσημη γλώσσα, καθώς και στα γειτονικά του κράτη (Ιράν, Αφγανιστάν, ...).

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.