τύχη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τύχη | οι | τύχες |
| γενική | της | τύχης | των | τυχών |
| αιτιατική | την | τύχη | τις | τύχες |
| κλητική | τύχη | τύχες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τύχη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τύχη
Ουσιαστικό
τύχη θηλυκό
Εκφράσεις
- ανοίγει η τύχη μου
- αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτει
- αναζητώ καλύτερη τύχη (αναζητώ καλύτερες συνθήκες)
- από τύχη
- αφήνω τα πράγματα στην τύχη τους
- αφήνω / εγκαταλείπω κάποιον στην τύχη του
- για καλή μου τύχη
- ενώνουμε τις τύχες μας
- έχω την τύχη με το μέρος μου
- κάνω την τύχη μου
- (κάποιος / κάτι) δεν έχω καμία τύχη
- (κάποιος) κοιμάται και η τύχη του δουλεύει
- κατά τύχη]
- κρατάω την τύχη (κάποιου) στα χέρια μου
- λέω την τύχη
- η τύχη γυρνάει την πλάτη της σε κάποιον
- (η τύχη) παίζει (σε κάποιον) άσχημο παιχνίδι
- η τύχη χαμογελά σε κάποιον
- στην τύχη
- της τύχης τα γραμμένα
- τύχη αγαθή (τύχῃ ἀγαθῇ)
- τύχη βουνό
- χαρά στην τύχη του!
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
τυχ-
τυχ-
- ανεπιτυχής
- ανεπιτυχώς (επίρρημα)
- ασύντυχος
- ατυχής, ατυχία & συγγενικά
- διαβολοτύχη
- δυστυχής, δυστυχία & συγγενικά
- ευτυχής, ευτυχία & συγγενικά
- επίτευγμα
- επιτυχής, επιτυχία & συγγενικά
- κακοτυχιά
- κακοτυχίζω, κακοτυχίζομαι
- κακοτύχισμα
- κακοτυχισμένος
- κακότυχος
- καλοτυχιά
- καλοτυχίζω, καλοτυχίζομαι
- καλοτύχισμα
- καλοτυχισμένος
- καλότυχος
- ομότυχος
- παρατυχών
- πετυχαίνω & συγγενικά
- πρόστυχος & συγγενικά
- συντυχαίνω
- συντυχία, συντυχιά
- σύντυχος
- συχνοτυχαίνει
- τυγχάνω
- τυχαία (επίρρημα)
- τυχαίνω
- τυχαιοποίηση
- τυχαίος
- τυχαιότητα
- τυχαίως (επίρρημα)
- τυχάρπαστος
- τυχερά (επίρρημα)
- τυχεράκιας
- τυχερό (ουδέτερο)
- τυχερός & συγγενικά
- τυχερούλης, τυχερούλα
- τυχερούλικος
- τυχόδαρτος
- τυχοδιώκτης
- τυχοδιωκτικά (επίρρημα)
- τυχοδιωκτικός
- τυχοδιώκτρια
- τυχόν (επίρρημα)
- τυχόντας, τυχούσα, τυχόν
- τυχών, τυχούσα, τυχόν
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| τῠχα- | |||||
| ονομαστική | ἡ | τύχη | αἱ | τύχαι | |
| γενική | τῆς | τύχης | τῶν | τυχῶν | |
| δοτική | τῇ | τύχῃ | ταῖς | τύχαις | |
| αιτιατική | τὴν | τύχην | τὰς | τύχᾱς | |
| κλητική ὦ! | τύχη | τύχαι | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τύχᾱ | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | τύχαιν | |||
| Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||
| 1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ουσιαστικό
τύχη, -ης (ῠ) θηλυκό
- η τύχη, η καλή τύχη, η ευτυχία, η κακή τύχη, η δυστυχία
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Ἀντιγόνη, στίχ. 996
- φρόνει βεβὼς αὖ νῦν ἐπὶ ξυροῦ τύχης.
- Να ξέρεις τώρα πως στης τύχης την κόψη επάνω περπατείς.
- Μετάφραση (1912): Κωνσταντίνος Χρηστομάνος @greek‑language.gr
- φρόνει βεβὼς αὖ νῦν ἐπὶ ξυροῦ τύχης.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Ἀντιγόνη, στίχ. 996
- κλῆρος, μοῖρα
- το αβέβαιο αποτέλεσμα, η άγνωστη έκβαση
Εκφράσεις
- ἐκ τύχης & ἀπὸ τύχης τυχαία, συμπτωματικώς, κατά τύχη, κατά σύμπτωση
- θείῃ τύχῃ
- ἀναγκαία τύχη η ανάγκη, το αναγκαστικό και δυσάρεστο
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- τύχη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τύχη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.