τύχη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τύχη οι τύχες
      γενική της τύχης των τυχών
    αιτιατική την τύχη τις τύχες
     κλητική τύχη τύχες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τύχη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τύχη

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈti.çi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τύχη
ομόηχα: τοίχοι, τείχη, τύχει

Ουσιαστικό

τύχη θηλυκό

  1. η δύναμη που υποτίθεται ότι επηρεάζει τα γεγονότα είτε προς μια θετική κατάληξη είτε προς μια αρνητική
     συνώνυμα: ειμαρμένη, πεπρωμένο
  2. καθετί που, χωρίς να έχει προβλεφθεί, καθορίζει την έκβαση των γεγονότων
  3. η καλοτυχία, όλες οι ευνοϊκές καταστάσεις
  4. (στον πληθυντικό) οι τύχες: η ζωή, το μέλλον

Εκφράσεις

  • ανοίγει η τύχη μου
  • αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτει
  • αναζητώ καλύτερη τύχη (αναζητώ καλύτερες συνθήκες)
  • από τύχη
  • αφήνω τα πράγματα στην τύχη τους
  • αφήνω / εγκαταλείπω κάποιον στην τύχη του
  • για καλή μου τύχη
  • ενώνουμε τις τύχες μας
  • έχω την τύχη με το μέρος μου
  • κάνω την τύχη μου
  • (κάποιος / κάτι) δεν έχω καμία τύχη
  • (κάποιος) κοιμάται και η τύχη του δουλεύει
  • κατά τύχη]
  • κρατάω την τύχη (κάποιου) στα χέρια μου
  • λέω την τύχη
  • η τύχη γυρνάει την πλάτη της σε κάποιον
  • (η τύχη) παίζει (σε κάποιον) άσχημο παιχνίδι
  • η τύχη χαμογελά σε κάποιον
  • στην τύχη
  • της τύχης τα γραμμένα
  • τύχη αγαθή (τύχῃ ἀγαθῇ)
  • τύχη βουνό
  • χαρά στην τύχη του!

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
τυχ- 

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
τῠχα-
ονομαστική τύχη αἱ τύχαι
      γενική τῆς τύχης τῶν τυχῶν
      δοτική τῇ τύχ ταῖς τύχαις
    αιτιατική τὴν τύχην τὰς τύχᾱς
     κλητική ! τύχη τύχαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τύχ
γεν-δοτ τοῖν  τύχαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τύχη < θέμα τυχ- όπως και στον αόριστο ἔ-τῠχ-ον του τυγχάνω [1]

Ουσιαστικό

τύχη, -ης (ῠ) θηλυκό

  1. η τύχη, η καλή τύχη, η ευτυχία, η κακή τύχη, η δυστυχία
      5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Ἀντιγόνη, στίχ. 996
    φρόνει βεβὼς αὖ νῦν ἐπὶ ξυροῦ τύχης.
    Να ξέρεις τώρα πως στης τύχης την κόψη επάνω περπατείς.
    Μετάφραση (1912): Κωνσταντίνος Χρηστομάνος @greeklanguage.gr
  2. κλῆρος, μοῖρα
  3. το αβέβαιο αποτέλεσμα, η άγνωστη έκβαση

Εκφράσεις

Συγγενικά

(Χρειάζεται επεξεργασία)

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.