τυχοδιώκτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τυχοδιώκτρια οι τυχοδιώκτριες
      γενική της τυχοδιώκτριας των τυχοδιωκτριών
    αιτιατική την τυχοδιώκτρια τις τυχοδιώκτριες
     κλητική τυχοδιώκτρια τυχοδιώκτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τυχοδιώκτρια, θηλυκό του τυχοδιώκτης

Ουσιαστικό

τυχοδιώκτρια θηλυκό

 δείτε τη λέξη  τυχοδιώκτης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.