ειμαρμένη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ειμαρμένη | ||
| γενική | της | ειμαρμένης | ||
| αιτιατική | την | ειμαρμένη | ||
| κλητική | ειμαρμένη | |||
| Κατηγορία όπως «ερωμένη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ειμαρμένη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εἱμαρμένη, θηλυκό του εἱμαρμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου (εἵμαρμαι) του ρήματος μείρομαι (παίρνω το μερίδιό μου)
Ουσιαστικό
ειμαρμένη θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.