τυχερός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τυχερός | η | τυχερή | το | τυχερό |
| γενική | του | τυχερού | της | τυχερής | του | τυχερού |
| αιτιατική | τον | τυχερό | την | τυχερή | το | τυχερό |
| κλητική | τυχερέ | τυχερή | τυχερό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τυχεροί | οι | τυχερές | τα | τυχερά |
| γενική | των | τυχερών | των | τυχερών | των | τυχερών |
| αιτιατική | τους | τυχερούς | τις | τυχερές | τα | τυχερά |
| κλητική | τυχεροί | τυχερές | τυχερά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τυχερός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τυχερός < αρχαία ελληνική τυχηρός με τροπή [ir] > [er] [1] < τύχ(η) + -ηρός [2]. Μορφολογικά, τύχ(η) + -ερός.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ti.çeˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τυ‐χε‐ρός
Επίθετο
τυχερός, -ή, -ό
Μεταφράσεις
Αναφορές
- τυχερός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- τυχερός < αρχαία ελληνική τυχηρός με τροπή [ir] > [er] [1] < τύχ(η) + -ηρός [2]. Μορφολογικά, {{l|τύχη|gkm|τύχ(η)]] + -ερός.
→ ζητούμενο λήμμα
Αναφορές
- τυχερός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.