slump

Αγγλικά (en)

ενεστώτας slump
γ΄ ενικό ενεστώτα slumps
αόριστος slumped
παθητική μετοχή slumped
ενεργητική μετοχή slumping

Ρήμα

slump (en)

  1. (αμετάβατο) πέφτω απότομα, μειώνομαι
    Our exports slumped abruptly.
    Οι εξαγωγές μας έπεσαν απότομα.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη decline
  2. (αμετάβατο) πέφτω βαριά, σωριάζομαι
    Έπεσε σε μια καρέκλα.
    He slumped into a chair.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη fall

Πηγές



Σουηδικά (sv)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

slump (sv)

  • η τύχη
    av en slump - κατά τύχη, τυχαία

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.