τυχαιότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τυχαιότητα οι τυχαιότητες
      γενική της τυχαιότητας των τυχαιοτήτων
    αιτιατική την τυχαιότητα τις τυχαιότητες
     κλητική τυχαιότητα τυχαιότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τυχαιότητα < τυχαίος + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) (αγγλικά) serendipity)

Ουσιαστικό

τυχαιότητα θηλυκό

  1. συνδυασμός γεγονότων, τα οποία από μόνα τους δεν παράγουν θετικό αποτέλεσμα, ενώ, όταν συνδυάζονται, παράγουν
    • (μαθηματικά) κατάσταση που δεν εμφανίζει προβλεψιμότητα, μοτίβο και τάξη μεταξύ των συστατικών που την περιγράφουν
  2. ακούσια και αναπάντεχη ανακάλυψη (ή γενικότερα απόκτηση γνώσης), που συμβαίνει τυχαία


Συνώνυμα

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη τύχη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.