τύχει
Νέα ελληνικά
(el)
Προφορά
ΔΦΑ
: /
ˈti.çi
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
τύ
‐
χει
ομόηχα
:
τοίχοι
,
τείχη
,
τύχη
Ρηματικός τύπος
τύχει
απαρέμφατο αορίστου του ρήματος
τυχαίνω
(
να, ας, αν, ίσως κλπ
)
γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος
τυχαίνω
θα τύχει
:
γ' ενικό συνοπτικού μέλλοντα του ρήματος
τυχαίνω
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.