κακοτυχίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κακοτυχίζω < μεσαιωνική ελληνική κακοτυχίζω < αρχαία ελληνική κακοτυχέω / κακοτυχῶ < κακοτυχής < κακός + τύχη
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κακοτυχίζω | κακοτύχιζα | θα κακοτυχίζω | να κακοτυχίζω | κακοτυχίζοντας | |
| β' ενικ. | κακοτυχίζεις | κακοτύχιζες | θα κακοτυχίζεις | να κακοτυχίζεις | κακοτύχιζε | |
| γ' ενικ. | κακοτυχίζει | κακοτύχιζε | θα κακοτυχίζει | να κακοτυχίζει | ||
| α' πληθ. | κακοτυχίζουμε | κακοτυχίζαμε | θα κακοτυχίζουμε | να κακοτυχίζουμε | ||
| β' πληθ. | κακοτυχίζετε | κακοτυχίζατε | θα κακοτυχίζετε | να κακοτυχίζετε | κακοτυχίζετε | |
| γ' πληθ. | κακοτυχίζουν(ε) | κακοτύχιζαν κακοτυχίζαν(ε) |
θα κακοτυχίζουν(ε) | να κακοτυχίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κακοτύχισα | θα κακοτυχίσω | να κακοτυχίσω | κακοτυχίσει | ||
| β' ενικ. | κακοτύχισες | θα κακοτυχίσεις | να κακοτυχίσεις | κακοτύχισε | ||
| γ' ενικ. | κακοτύχισε | θα κακοτυχίσει | να κακοτυχίσει | |||
| α' πληθ. | κακοτυχίσαμε | θα κακοτυχίσουμε | να κακοτυχίσουμε | |||
| β' πληθ. | κακοτυχίσατε | θα κακοτυχίσετε | να κακοτυχίσετε | κακοτυχίστε | ||
| γ' πληθ. | κακοτύχισαν κακοτυχίσαν(ε) |
θα κακοτυχίσουν(ε) | να κακοτυχίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κακοτυχίσει | είχα κακοτυχίσει | θα έχω κακοτυχίσει | να έχω κακοτυχίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κακοτυχίσει | είχες κακοτυχίσει | θα έχεις κακοτυχίσει | να έχεις κακοτυχίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει κακοτυχίσει | είχε κακοτυχίσει | θα έχει κακοτυχίσει | να έχει κακοτυχίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κακοτυχίσει | είχαμε κακοτυχίσει | θα έχουμε κακοτυχίσει | να έχουμε κακοτυχίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κακοτυχίσει | είχατε κακοτυχίσει | θα έχετε κακοτυχίσει | να έχετε κακοτυχίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κακοτυχίσει | είχαν κακοτυχίσει | θα έχουν κακοτυχίσει | να έχουν κακοτυχίσει |
| |
Μεταφράσεις
κακοτυχίζω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.