τυγχάνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τυγχάνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τυγχάνω. Συγκρίνετε με το κληρονομημένο τυχαίνω.
Προφορά
- ΔΦΑ : /tiŋˈxa.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τυγ‐χά‐νω
Ρήμα
τυγχάνω, αόρ.: έτυχα → δείτε και τυχαίνω
- (λόγιο) τυχαίνω
- (απρόσωπο ρήμα) → δείτε τη λέξη τυγχάνει
Εκφράσεις
- εική και ως έτυχε
Πηγές
- τυγχάνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τυγχάνω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- τυγχάνω < ρίζα τυχ- + -γ- + -άνω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
- πετυχαίνω κάποιον με βολή
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 35.2
- Εἰ μὲν γὰρ τοῦ παιδὸς τοῦ σοῦ τοῦδε ἑστεῶτος ἐν τοῖσι προθύροισι βαλὼν τύχοιμι μέσης τῆς καρδίης͵ Πέρσαι φανέονται λέγοντες οὐδέν
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 35.2
- συναντώ κάποιον
- (+ γενική) μου τυχαίνει κάτι, αποκτώ κάτι
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Αἰμίλιος καὶ Τιμολέων, 30.4.1-2
- Οἱ δὲ στρατιῶται τοῖς βασιλικοῖς χρήμασιν ἐποφθαλμίσαντες͵ ὡς οὐχ ὅσων ἠξίουν ἔτυχον͵ ὠργίζοντο
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Αἰμίλιος καὶ Τιμολέων, 30.4.1-2
- πετυχαίνω το σκοπό μου
- πετυχαίνω να πω το σωστό
- τυχαίνει, συμβαίνει κατά τύχη
- τυχαίνει να είμαι
- (με κατηγορηματική μετοχή) τυχαίνει να
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 1, 104
- οἱ δέ ἔτυχον γὰρ ἐς Κύπρον στρατευόμενοι ναυσὶ διακοσίαις αὑτῶν τε καὶ τῶν ξυμμάχων) ἦλθον ἀπολιπόντες τὴν Κύπρον
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 1, 104
Κλίση
Κλίση
| ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Πηγές
- τυγχάνω - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- τυγχάνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τυγχάνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.