τυγχάνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τυγχάνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τυγχάνω. Συγκρίνετε με το κληρονομημένο τυχαίνω.

Προφορά

ΔΦΑ : /tiŋˈxa.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τυγχάνω

Ρήμα

τυγχάνω, αόρ.: έτυχα  δείτε και τυχαίνω

  1. (λόγιο) τυχαίνω
  2. (απρόσωπο ρήμα)  δείτε τη λέξη τυγχάνει

Συγγενικά

Εκφράσεις

  • εική και ως έτυχε

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

τυγχάνω < ρίζα τυχ- + -γ- + -άνω  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ρήμα

  1. πετυχαίνω κάποιον με βολή
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 35.2
    Εἰ μὲν γὰρ τοῦ παιδὸς τοῦ σοῦ τοῦδε ἑστεῶτος ἐν τοῖσι προθύροισι βαλὼν τύχοιμι μέσης τῆς καρδίης͵ Πέρσαι φανέονται λέγοντες οὐδέν
  2. συναντώ κάποιον
      5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Συμπόσιονw, 9.7 (3-4)
    οἱ δὲ γεγαμηκότες ἀναβάντες ἐπὶ τοὺς ἵππους ἀπήλαυνον πρὸς τὰς ἑαυτῶν γυναῖκας͵ ὅπως τούτων τύχοιεν
  3. (+ γενική) μου τυχαίνει κάτι, αποκτώ κάτι
      1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Αἰμίλιος καὶ Τιμολέων, 30.4.1-2
    Οἱ δὲ στρατιῶται τοῖς βασιλικοῖς χρήμασιν ἐποφθαλμίσαντες͵ ὡς οὐχ ὅσων ἠξίουν ἔτυχον͵ ὠργίζοντο
  4. πετυχαίνω το σκοπό μου
  5. πετυχαίνω να πω το σωστό
  6. τυχαίνει, συμβαίνει κατά τύχη
  7. τυχαίνει να είμαι
  8. (με κατηγορηματική μετοχή) τυχαίνει να
      5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 1, 104
    οἱ δέ ἔτυχον γὰρ ἐς Κύπρον στρατευόμενοι ναυσὶ διακοσίαις αὑτῶν τε καὶ τῶν ξυμμάχων) ἦλθον ἀπολιπόντες τὴν Κύπρον

Συγγενικά

Κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.