τυχαίος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τυχαίος η τυχαία το τυχαίο
      γενική του τυχαίου της τυχαίας του τυχαίου
    αιτιατική τον τυχαίο την τυχαία το τυχαίο
     κλητική τυχαίε τυχαία τυχαίο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τυχαίοι οι τυχαίες τα τυχαία
      γενική των τυχαίων των τυχαίων των τυχαίων
    αιτιατική τους τυχαίους τις τυχαίες τα τυχαία
     κλητική τυχαίοι τυχαίες τυχαία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τυχαίος < (ελληνιστική κοινή) τυχαῖος

Προφορά

ΔΦΑ : /tiˈçe.os/ αρσενικό
ΔΦΑ : /tiˈçe.a/ θηλυκό
ΔΦΑ : /tiˈçe.o/ ουδέτερο

Επίθετο

τυχαίος, -α, -ο

  1. που συμβαίνει ως αποτέλεσμα της τύχης και όχι σκόπιμης ενέργειας
     αντώνυμα: σκόπιμος
    μια τυχαία ανακάλυψη
  2. που επιλέγεται στην τύχη
    η ανάλυση έγινε πάνω σε ένα τυχαίο δείγμα
  3. που ανήκει στη μάζα, το πλήθος, και δεν έχει διακριθεί για κάτι
     αντώνυμα: διακεκριμένος
    μη μου μιλάς έτσι, δεν είμαι εγώ κανένας τυχαίος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.