τυχαίος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τυχαίος | η | τυχαία | το | τυχαίο |
| γενική | του | τυχαίου | της | τυχαίας | του | τυχαίου |
| αιτιατική | τον | τυχαίο | την | τυχαία | το | τυχαίο |
| κλητική | τυχαίε | τυχαία | τυχαίο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τυχαίοι | οι | τυχαίες | τα | τυχαία |
| γενική | των | τυχαίων | των | τυχαίων | των | τυχαίων |
| αιτιατική | τους | τυχαίους | τις | τυχαίες | τα | τυχαία |
| κλητική | τυχαίοι | τυχαίες | τυχαία | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τυχαίος < (ελληνιστική κοινή) τυχαῖος
Επίθετο
τυχαίος, -α, -ο
- που συμβαίνει ως αποτέλεσμα της τύχης και όχι σκόπιμης ενέργειας
- που επιλέγεται στην τύχη
- η ανάλυση έγινε πάνω σε ένα τυχαίο δείγμα
- που ανήκει στη μάζα, το πλήθος, και δεν έχει διακριθεί για κάτι
- ≠ αντώνυμα: διακεκριμένος
- μη μου μιλάς έτσι, δεν είμαι εγώ κανένας τυχαίος
- ≠ αντώνυμα: διακεκριμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.