fortuna

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

fortuna < fors

Ουσιαστικό

fortuna (la) θηλυκό

  1. η τύχη
  2. ευημερία, ευπορία
  3. μοίρα, πεπρωμένο
  4. (πληθυντικός) fortunae: πλούτη

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική fortuna fortunae
γενική fortunae fortunārum
δοτική fortunae fortunīs
αιτιατική fortunam fortunās
κλητική fortuna fortunae
αφαιρετική fortunā fortunīs
(α' κλίση)

Ιταλικά (it)

Ουσιαστικό

fortuna (it) θηλυκό



Πορτογαλικά (pt)

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
fortuna fortunas

fortuna (pt) θηλυκό

  1. τα πλούτη, ο θησαυρός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.