καλότυχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καλότυχος | η | καλότυχη | το | καλότυχο |
| γενική | του | καλότυχου | της | καλότυχης | του | καλότυχου |
| αιτιατική | τον | καλότυχο | την | καλότυχη | το | καλότυχο |
| κλητική | καλότυχε | καλότυχη | καλότυχο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καλότυχοι | οι | καλότυχες | τα | καλότυχα |
| γενική | των | καλότυχων | των | καλότυχων | των | καλότυχων |
| αιτιατική | τους | καλότυχους | τις | καλότυχες | τα | καλότυχα |
| κλητική | καλότυχοι | καλότυχες | καλότυχα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καλότυχος < μεσαιωνική ελληνική καλότυχος < καλό- + τύχ(η) + -ος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈlo.ti.xos/
Συνώνυμα
Συγγενικά
- καλότυχα
- καλοτυχία
- καλοτυχιά
- καλοτυχίζω
- καλοτύχισμα
- → δείτε τις λέξεις καλός και τύχη
Μεταφράσεις
καλότυχος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.