τυχάρπαστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τυχάρπαστος | η | τυχάρπαστη | το | τυχάρπαστο |
| γενική | του | τυχάρπαστου | της | τυχάρπαστης | του | τυχάρπαστου |
| αιτιατική | τον | τυχάρπαστο | την | τυχάρπαστη | το | τυχάρπαστο |
| κλητική | τυχάρπαστε | τυχάρπαστη | τυχάρπαστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τυχάρπαστοι | οι | τυχάρπαστες | τα | τυχάρπαστα |
| γενική | των | τυχάρπαστων | των | τυχάρπαστων | των | τυχάρπαστων |
| αιτιατική | τους | τυχάρπαστους | τις | τυχάρπαστες | τα | τυχάρπαστα |
| κλητική | τυχάρπαστοι | τυχάρπαστες | τυχάρπαστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
τυχάρπαστος, -η, -ο
- που κατέχει μια θέση χωρίς να έχει τα προσόντα (τυπικά ή μη) και βρέθηκε στη θέση αυτή από τύχη.
- έδωσαν αντιπαροχή το οικόπεδο σε κάποιον τυχάρπαστο εργολάβο και βρέθηκαν να χρωστάνε παντού
- η υπηρεσία αυτή δεν λειτουργεί σωστά· τι περιμένεις αφού στελεχώθηκε από τυχάρπαστους
- πήγα το αμάξι για σέρβις σε έναν τυχάρπαστο και μου έκανε ένα σωρό ζημιές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.