τυχεράκιας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τυχεράκιας οι τυχεράκηδες
      γενική του τυχεράκια των τυχεράκηδων
    αιτιατική τον τυχεράκια τους τυχεράκηδες
     κλητική τυχεράκια τυχεράκηδες
Οι καταλήξεις -ιας, -ια προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «γυαλάκιας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τυχεράκιας < τυχερός + -άκιας

Ουσιαστικό

τυχεράκιας αρσενικό

  • αυτός που έχει μεγάλη τύχη

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

 δείτε τη λέξη τυχερός

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.