καλοτυχίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καλοτυχίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καλοτυχίζω < καλότυχος < καλο- + τύχη

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.lo.tiˈçi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καλοτυχίζω

Ρήμα

καλοτυχίζω, αόρ.: καλοτύχισα, μτχ.π.π.: καλοτυχισμένος (χωρίς παθητική φωνή)

Αντώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.