τείχη
Νέα ελληνικά
(el)
Προφορά
ΔΦΑ
: /
ˈti.çi
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
τεί
‐
χη
ομόηχα
:
τοίχοι
,
τύχη
,
τύχει
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
τείχη
ουδέτερο
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
τείχος
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.