συντυχία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συντυχία οι συντυχίες
      γενική της συντυχίας των συντυχιών
    αιτιατική τη συντυχία τις συντυχίες
     κλητική συντυχία συντυχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συντυχία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

συντυχία θηλυκό

  1. τυχαία συνάντηση
  2. σύμπτωση
  3. συγκυρία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.