τυχερό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τυχερό τα τυχερά
      γενική του τυχερού των τυχερών
    αιτιατική το τυχερό τα τυχερά
     κλητική τυχερό τυχερά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τυχερό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τυχερός

Ουσιαστικό

τυχερό ουδέτερο

  1. κάτι που θεωρείται καλοτυχία
    το τυχερό μου ήταν να σε συναντήσω
    ο γιατρός Τάδε πάει όλο ταξίδια· αυτά είναι τα τυχερά του επαγγέλματος
  2. (στον πληθυντικό) τα τυχερά: φιλοδώρημα, χρηματικό ποσό που προσφέρεται συνήθως σε ιερέα από πιστούς για την εκτέλεση μιας ιερουργίας

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

τυχερό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.