ευτυχής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευτυχής η ευτυχής το ευτυχές
      γενική του ευτυχούς* της ευτυχούς του ευτυχούς
    αιτιατική τον ευτυχή την ευτυχή το ευτυχές
     κλητική ευτυχή(ς) ευτυχής ευτυχές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευτυχείς οι ευτυχείς τα ευτυχή
      γενική των ευτυχών των ευτυχών των ευτυχών
    αιτιατική τους ευτυχείς τις ευτυχείς τα ευτυχή
     κλητική ευτυχείς ευτυχείς ευτυχή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ευτυχής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐτυχής[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /e.ftiˈçis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευτυχής

Επίθετο

ευτυχής, -ής, -ές, συγκριτικός: ευτυχέστερος, υπερθετικός:  ευτυχέστατος

  1. που αισθάνεται ευτυχία
     συνώνυμα: ευτυχισμένος
     αντώνυμα: δυστυχής
  2. που προκαλεί ευτυχία
     συνώνυμα:χαρούμενος
  3. που έχει ευνοηθεί από την τύχη
    ήταν μία ευτυχής συγκυρία
     συνώνυμα: τυχερός
     αντώνυμα: ατυχής
  4. που είναι σύμφωνος με τις προσδοκίες, επιτυχημένος
     συνώνυμα: πετυχημένος

Εκφράσεις

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις τυγχάνω και τύχη

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.