τυχόν
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τυχόν < → δείτε τη λέξη τυχών
Προφορά
- ΔΦΑ : /tiˈxon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τυ‐χόν
- ομόηχο: τυχών
Επίρρημα
τυχόν
- για την έκφραση:
- μικρής πιθανότητας
- ↪ Εάν τυχόν έχετε οποιοδήποτε πρόβλημα, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μου. (αν τύχει και)
- ↪ Πάντα σημειώνω τις οδηγίες που μου δίνουν οι άλλοι, μην τυχόν και τις ξεχάσω. (γιατί μπορεί να τις ξεχάσω, και θέλω να αποφύγω αυτό)
- (σε ερωτήσεις) ευγενείας
- μικρής πιθανότητας
- (επιθετικοποιημένο) που ίσως συνέβη προηγουμένως ή πρόκειται να συμβεί
- ↪ Αποχώρηση από την τοποθεσία; Τυχόν αλλαγές που κάνατε ενδέχεται να μην αποθηκευτούν.
Εκφράσεις
- μην τυχόν (και): αλίμονο αν, μην τύχει και
Κλιτικός τύπος μετοχής
τυχόν
Νέα ελληνικά (el)
Αρχαία ελληνικά (grc)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.