τυχόν

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τυχόν <  δείτε τη λέξη τυχών

Προφορά

ΔΦΑ : /tiˈxon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τυχόν
ομόηχο: τυχών

Επίρρημα

τυχόν

  1. για την έκφραση:
    1. μικρής πιθανότητας
      Εάν τυχόν έχετε οποιοδήποτε πρόβλημα, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μου. (αν τύχει και)
      Πάντα σημειώνω τις οδηγίες που μου δίνουν οι άλλοι, μην τυχόν και τις ξεχάσω. (γιατί μπορεί να τις ξεχάσω, και θέλω να αποφύγω αυτό)
    2. (σε ερωτήσεις) ευγενείας
      Μήπως τυχόν επιθυμείς κάτι διαφορετικό;
       συνώνυμα: ίσως
  2. (επιθετικοποιημένο) που ίσως συνέβη προηγουμένως ή πρόκειται να συμβεί
    Αποχώρηση από την τοποθεσία; Τυχόν αλλαγές που κάνατε ενδέχεται να μην αποθηκευτούν.

Εκφράσεις

  • μην τυχόν (και): αλίμονο αν, μην τύχει και

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος μετοχής

τυχόν

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος μετοχής

τυχόν



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος μετοχής

τυχόν

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.