συντυχαίνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συντυχαίνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική συντυχάνω < αρχαία ελληνική συντυγχάνω. Αναλύεται σε συν- + τυχαίνω

Προφορά

ΔΦΑ : /sin.diˈçe.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συντυχαίνω
παλιότερος συλλαβισμός: συντυχαίνω

Ρήμα

συντυχαίνω, αόρ.: σύντυχα

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Ποντιακά (pnt)

Ετυμολογία

συντυχαίνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική συντυχάνω < αρχαία ελληνική συντυγχάνω. Αναλύεται σε συν- + τυχαίνω  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

ΔΦΑ : /sin.diˈʃe.no/

Ρήμα

συντυχαίνω

Εκφράσεις

  • Εξέρ τη γλώσσαν, συντυχαίνει : Γνωρίζει τη γλώσσα, την μιλάει
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.