μοῖρα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | μοῖρᾰ | αἱ | μοῖραι |
| γενική | τῆς | μοίρᾱς ιωνικός τύπος : μοίρης |
τῶν | μοιρῶν |
| δοτική | τῇ | μοίρᾳ | ταῖς | μοίραις |
| αιτιατική | τὴν | μοῖρᾰν | τὰς | μοίρᾱς |
| κλητική ὦ! | μοῖρᾰ | μοῖραι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μοῖρᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μοίραιν | ||
| Εδώ, το καθαρό α (που ακολουθεί το ρ ή φωνήεν) δεν είναι μακρό, αλλά κατ' εξαίρεσιν, βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σφαῖρα' όπως «σφαῖρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μοῖρα < *μορ-jα < θέμα *μορ-, μεταπτωτική βαθμίδα θέματος που υπάρχει και στο μείρομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)mer- (συμμετέχω, συμμερίζομαι) [1]
Ουσιαστικό
μοῖρα, -ας θηλυκό
- μέρος, μερίδιο γης
- ↪ χώρης ὀλίγην ἔτι μοῖραν ἔχοντες
- ↪ καὶ κρατερός περ ἐὼν μενέτω τριτάτῃ ἐνὶ μοίρῃ. : κι ας μείνει πανίσχυρος στο δικό του τρίτο < στο ένα τρίτο του κλήρου που του δόθηκε> (Χρειάζεται στοιχεία)
- → χρειάζεται παράθεμα
- η μεριά μου, η πολιτική μου άποψη, η πολιτική μερίδα
- ↪ τὸν δῆμον πρὸς τὴν ἑωυτοῦ μοῖρα προσεθήκατο (Ηρόδοτος) : προσεταιρίστηκε, πήρε με το μέρος του, με το "κόμμα" του (Χρειάζεται στοιχεία)
- από τη μεριά του καλού ή του κακού, γενικά από τη δική μου μεριά ή του αντιπάλου, σαν κατηγορία, που ανήκει μια ενέργεια, σχεδόν επιρρηματικά
- ↪ ἐν τῇ τοῦ ἀγαθοῦ μοίρᾳ ἐκεῖνό ἐστι είναι καλό
- ↪ ἄγειν ἢ φέρειν ἐν πολεμίου μοῖραν : μη με βάζεις σε ίση μοίρα με του εχθρού σου, μη μου συμπεριφέρεσαι σαν να είμαι εχθρός, εχθρικά (Χρειάζεται στοιχεία)
- ↪ ὡς ἐν παιδιᾶς μοίρᾳ : σαν παιχνίδι, παιχνιδιάρικα
- μοίρα του κύκλου στην αστρονομία και γεωγραφία, και στην αστρολογία, στη Σπάρτη και τμήμα στρατού (συνήθως αναφέρεται μόρα)
- μερίδα φαγητού
- η κληρονομιά
- ↪ τὴν τοῦ πατρὸς μοῖραν λαγχάνειν : κληρονόμησε την πατρική περιουσία
- (μεταφορικά) ίχνος, τμήμα έστω, ένα μικρό μέρος
- ↪ οὐδ᾽ αἰδοῦς μοῖραν ἔχουσιν : ξεδιάντροποι
- το μερτικό στη ζωή, το γραφτό, το πεπρωμένο, η μοίρα
- ↪ ἐν ἡμέρᾳ δὲ μοῖρ᾽ ἀπρόσκοπος βροτῶν: στο φως της μέρας δεν μπορεί κανείς να προφητέψει τη μοίρα των θνητών (Αισχύλος)
- → χρειάζεται παράθεμα
- σεβασμός, κύρος (ανάλογο του νεοελληνικού "τον έχει σε δεύτερη, τρίτη μοίρα ή απεναντίας τον έχει σε πρώτη μοίρα, σε καλή σειρά")
- ↪ ἐν οὐδεμιῇ μοίρῃ μεγάλῃ ἄγειν τόν... : δεν εκτιμά ιδιαίτερα τον...
- ↪ μεγάλην μοῖραν καί τιμήν ἔχει
- πρόνοια ανώτερης δύναμης, ανέλπιστη τύχη
- ↪ θείᾳ μοίρᾳ : θεία πρόνοια (στον Ξενοφώντα)
- ↪ ἀγαθᾷ μοίρᾳ : για καλή του τύχη (στον Ευριπίδη)
- (προσωποποιημένο με κεφαλαίο) → δείτε τη λέξη Μοῖρα
- δωρικός τύπος : μόρα )για το τμήμα στρατού)
Εκφράσεις
- ἐν παντὶ παντὸς μοῖρα ἔνεστι (Αναξαγόρας)
- πρὸ μοίρας (πριν την ώρα του, για θάνατο)
- κατά μοῖραν & ἐν μοίρῃ (το σωστό, το ορθό, το αναλογούν)
- παρὰ μοῖραν (το λανθασμένο)
- κατὰ τὴν ἰδίαν ἑκάστου μοῖραν (Λυκούργος, ο καθένας το δίκιο του, το μερτικό του
Παράγωγα
παράγωγα και σύνθετα
- μοιρο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα μοιρο- στο Βικιλεξικό
- -μοιρος Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -μοιρος στο Βικιλεξικό
και
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Αναφορές
- μόίρα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- μοῖρα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μοῖρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.