μοῖρα

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μοῖρ αἱ μοῖραι
      γενική τῆς μοίρᾱς
ιωνικός τύπος: μοίρης
τῶν μοιρῶν
      δοτική τῇ μοίρ ταῖς μοίραις
    αιτιατική τὴν μοῖρᾰν τὰς μοίρᾱς
     κλητική ! μοῖρ μοῖραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μοῖρ
γεν-δοτ τοῖν  μοίραιν
Εδώ, το καθαρό α (που ακολουθεί το ρ ή φωνήεν)
δεν είναι μακρό, αλλά κατ' εξαίρεσιν, βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σφαῖρα' όπως «σφαῖρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ουσιαστικό

μοῖρα, -ας θηλυκό

  1. μέρος, μερίδιο γης
    χώρης ὀλίγην ἔτι μοῖραν ἔχοντες
    καὶ κρατερός περ ἐὼν μενέτω τριτάτῃ ἐνὶ μοίρῃ. : κι ας μείνει πανίσχυρος στο δικό του τρίτο < στο ένα τρίτο του κλήρου που του δόθηκε> (Χρειάζεται στοιχεία)
    χρειάζεται παράθεμα
  2. η μεριά μου, η πολιτική μου άποψη, η πολιτική μερίδα
    τὸν δῆμον πρὸς τὴν ἑωυτοῦ μοῖρα προσεθήκατο (Ηρόδοτος) : προσεταιρίστηκε, πήρε με το μέρος του, με το "κόμμα" του (Χρειάζεται στοιχεία)
  3. από τη μεριά του καλού ή του κακού, γενικά από τη δική μου μεριά ή του αντιπάλου, σαν κατηγορία, που ανήκει μια ενέργεια, σχεδόν επιρρηματικά
    ἐν τῇ τοῦ ἀγαθοῦ μοίρᾳ ἐκεῖνό ἐστι είναι καλό
    ἄγειν ἢ φέρειν ἐν πολεμίου μοῖραν : μη με βάζεις σε ίση μοίρα με του εχθρού σου, μη μου συμπεριφέρεσαι σαν να είμαι εχθρός, εχθρικά (Χρειάζεται στοιχεία)
    ὡς ἐν παιδιᾶς μοίρᾳ  : σαν παιχνίδι, παιχνιδιάρικα
  4. μοίρα του κύκλου στην αστρονομία και γεωγραφία, και στην αστρολογία, στη Σπάρτη και τμήμα στρατού (συνήθως αναφέρεται μόρα)
  5. μερίδα φαγητού
  6. η κληρονομιά
    τὴν τοῦ πατρὸς μοῖραν λαγχάνειν : κληρονόμησε την πατρική περιουσία
  7. (μεταφορικά) ίχνος, τμήμα έστω, ένα μικρό μέρος
    οὐδ᾽ αἰδοῦς μοῖραν ἔχουσιν : ξεδιάντροποι
  8. το μερτικό στη ζωή, το γραφτό, το πεπρωμένο, η μοίρα
    ἐν ἡμέρᾳ δὲ μοῖρ᾽ ἀπρόσκοπος βροτῶν: στο φως της μέρας δεν μπορεί κανείς να προφητέψει τη μοίρα των θνητών (Αισχύλος)
    χρειάζεται παράθεμα
  9. σεβασμός, κύρος (ανάλογο του νεοελληνικού "τον έχει σε δεύτερη, τρίτη μοίρα ή απεναντίας τον έχει σε πρώτη μοίρα, σε καλή σειρά")
    ἐν οὐδεμιῇ μοίρῃ μεγάλῃ ἄγειν τόν... : δεν εκτιμά ιδιαίτερα τον...
    μεγάλην μοῖραν καί τιμήν ἔχει
  10. πρόνοια ανώτερης δύναμης, ανέλπιστη τύχη
    θείᾳ μοίρᾳ : θεία πρόνοια (στον Ξενοφώντα)
    ἀγαθᾷ μοίρᾳ : για καλή του τύχη (στον Ευριπίδη)
  11. (προσωποποιημένο με κεφαλαίο)  δείτε τη λέξη Μοῖρα

  • δωρικός τύπος: μόρα )για το τμήμα στρατού)

Συνώνυμα

Εκφράσεις

  • ἐν παντὶ παντὸς μοῖρα ἔνεστι (Αναξαγόρας)
  • πρὸ μοίρας (πριν την ώρα του, για θάνατο)
  • κατά μοῖραν & ἐν μοίρῃ (το σωστό, το ορθό, το αναλογούν)
  • παρὰ μοῖραν (το λανθασμένο)
  • κατὰ τὴν ἰδίαν ἑκάστου μοῖραν (Λυκούργος, ο καθένας το δίκιο του, το μερτικό του

Παράγωγα

παράγωγα και σύνθετα

  • μοιρο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα μοιρο- στο Βικιλεξικό
  • -μοιρος Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -μοιρος στο Βικιλεξικό

και

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Αναφορές

  1. μόίρα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.